-
1 καθαρτήριος
καθαρτήριος, ον, reinigend, sühnend; ϑυσίαι, Reinigungsopfer, D. Hal. 9, 40, die auch τὰ καϑαρτήρια heißen, Poll. 1, 32.
См. также в других словарях:
καθαρτήρια — καθαρτήριος purificatory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обавлениѥ — ОБАВЛЕНИ|Ѥ1 (6*), ˫А с. Явление, видение: се же ˫ако же разѹмѣти ѥсть. ˫ако обавлениѥ нѣкоѥ видѣвъ сице издрече. ЖФП XII, 64б; за безакониѥ ваше оканьнии. ˫ако ѥрихону всѧ та распрашишасѧ. но и тогда сущеѥ седмь обихожению граду обавлениѥ. •з҃•… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κάθαρμα — το (AM κάθαρμα) 1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία 2. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος αρχ. 1. στον πληθ. τὰ καθάρματα τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων τής θυσίας … Dictionary of Greek
καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… … Dictionary of Greek
καθαρτήριος — α, ο (AM καθαρτήριος, ον) [καθαρτήρ] αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. (κατά τη διδασκαλία τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) το καθαρτήριο(ν) ο τόπος όπου… … Dictionary of Greek
περίστια — τὰ, ΜΑ καθαρτήρια και εξαγνιστήρια τελετή πριν από την έναρξη τής συνεδρίας τής εκκλησίας τού δήμου στην Αθήνα, στη διάρκεια τής οποίας θυσίαζαν ένα ζώο, συνήθως χοίρο, το οποίο μετά τη θυσία τό έριχναν στη θάλασσα μσν. (κατά τον Φώτ.) «Ἴστρος δὲ … Dictionary of Greek
περισκυλακισμός — ὁ, Α εξιλαστήρια και καθαρτήρια εορτή προς τιμήν τής Εκάτης, κατά την οποία θυσιαζόταν και περιφερόταν νεαρός σκύλος και γινόταν καθαρμός τών σπιτιών και καύση τών απορριμμάτων μπροστά στο άγαλμα τής θεάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκύλαξ, ακος… … Dictionary of Greek
περιστίαρχος — και περιεστίαρχος, ὁ, ΜΑ αυτός που τελεί τα περίστια*, ο ιερέας που προπορεύεται στην ιερή καθαρτήρια πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίστια + αρχος*] … Dictionary of Greek
επικήδειες τελετές — Παροδικές τελετές, που διαρθρώνονται σε τρεις φάσεις: στην απόσπαση από την προηγούμενη κατάσταση, μια περίοδο στο περιθώριο και στην ένταξη στη νέα κατάσταση. Στη φάση της απόσπασης, ο νεκρός προπέμπεται με τύπους και προσευχές, και συχνά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek